ξύλα Ath.Mech.17.15
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλήθρινος — κλήθρινος, ίνη, ον (Α) [κλήθρα] αυτός που προέρχεται από το δέντρο κλήθρα («ξύλα κλήθρινα», Αθήν. Μηχ.) … Dictionary of Greek
κληθρίνων — κλήθρινος of the alder fem gen pl κλήθρινος of the alder masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)